αοιδός

αοιδός
Όνομα που έδιναν στην αρχαιότητα σε επαγγελματίες τραγουδιστές· οι α. αποτελούσαν ξεχωριστή επαγγελματική τάξη (φύλον α.)και ανήκαν στους δημιουργούς, ήταν δηλαδή άνθρωποι σεβαστοί γιατί ήξεραν να κάνουν κάτι. Πολλές πληροφορίες για τους α. υπάρχουν στα ομηρικά έπη και ιδιαίτερα στην Οδύσσεια, όπου δύο, ο Δημόδοκος και ο Φήμιος, αναφέρονται με τα ονόματά τους, ενώ γίνεται λόγος και για άλλους ανώνυμους, π.χ. στις αυλές του Μενέλαου και του Αγαμέμνονα. Οι α. πήγαιναν από τόπο σε τόπο και τραγουδούσαν παίζοντας λύρα σε γιορτές, θρησκευτικά πανηγύρια και συμπόσια, συχνά όμως συνδέονταν με μια βασιλική αυλή, όπου τους τιμούσαν ιδιαίτερα και τους είχαν σε μεγάλη υπόληψη: o Αγαμέμνων, φεύγοντας για την Τροία, εμπιστεύτηκε την Κλυταιμνήστρα στη φύλαξη ενός α. To υλικό για τα τραγούδια τους, με θέματα από τα κατορθώματα ηρώων, το αντλούσαν από ένα πλούσιο σύνολο θρύλων και παραδόσεων, αρχικά ίσως κτήμα ορισμένων οικογενειών ή συντεχνιών. Είχαν μεγάλη ικανότητα στην απομνημόνευση και ήταν έτοιμοι, όπως o Δημόδοκος, να τραγουδήσουν οποιοδήποτε περιστατικό του Τρωικού πολέμου, γεγονός που δείχνει πως στην τέχνη τους υπήρχε αρκετό περιθώριο για αυτοσχεδιασμό. Οι α. ασφαλώς υπήρξαν οι δημιουργοί και ταυτόχρονα οι θεματοφύλακες μιας ηρωικής προφορικής ποίησης.
* * *
ο, η (Α ἀοιδός) [αείδω]
1. ο συνθέτης και εκτελεστής ασμάτων, κυρίως επικών
2. ο τραγουδιστής, θηλ. η τραγουδίστρια, νεοελλ. κυρίως του λυρικού θεάτρου, της όπερας
αρχ.
1. αυτός που θεραπεύει με επωδούς, ο εξορκιστής
2. θηλ. η τραγουδίστρια
αποδίδεται στο αηδόνι (Ησίοδος), στη Σφίγγα (Σοφοκλής), στη Μούσα (Ευριπίδης, Θεόκριτος)
3. ο αοίδιμος*
4. ως επίθ. μελωδικός, αρμονικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀοιδός — 1 singer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αοιδός — ο, η τραγουδιστής, (συνεκδοχ.) ποιητής: Έλεγαν πως πριν παντρευτεί δούλευε σε κάποιο κέντρο ως αοιδός· «ο τυφλός αοιδός», ο Όμηρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀοιδότατον — ἀοιδός 2 singer masc acc superl sg ἀοιδός 2 singer neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοτάτη — ἀοιδός 2 singer fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοτάτην — ἀοιδός 2 singer fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδοί — ἀοιδός 1 singer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδούς — ἀοιδός 1 singer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδέ — ἀοιδός 1 singer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδόν — ἀοιδός 1 singer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀοιδότατοι — ἀοιδός 2 singer masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”